- ετυμολόγος
- ο этимолог
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ετυμολόγος — ο (ΑΜ ἐτυμολόγος, ον) 1. αυτός που μελετά την ετυμολογία τών λέξεων 2. το αρσ. ως ουσ. ο ετυμολόγος ο επιστήμονας που ασχολείται με την ετυμολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμον + λογος (< λέγω)] … Dictionary of Greek
ετυμολόγος — ο αυτός που ασχολείται με την ετυμολογία των λέξεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐτυμολόγοις — ἐτυμόλογος studying etymology masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμολόγους — ἐτυμόλογος studying etymology masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
etimólogo — ► sustantivo LINGÜÍSTICA Persona especializada en el estudio de la etimología de las palabras. SINÓNIMO [etimologista] * * * etimólogo, a n. Lingüista especializado en etimologías. ≃ Etimologista. * * * etimólogo, ga. (Del gr. ἐτυμολόγος). m. y … Enciclopedia Universal
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ετυμολογικός — ή, ό (ΑΜ ἐτυμολογικός, ή, όν) [ετυμολόγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ετυμολογία («ετυμολογική μελέτη») 2. το θηλ. ως ουσ. η ετυμολογική η επιστήμη που ασχολείται με την ετυμολογία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ετυμολογικό το μέρος τής… … Dictionary of Greek
ετυμολογώ — (ΑΜ ἐτυμολογῶ, έω) [ετυμολόγος] αναλύω μια λέξη και βρίσκω την ετυμολογία της («Πλάτων δ ἐν κρατύλῳ ἐτυμολογῶν τὸν οἶνον οἰόνουν αὐτόν φησιν εἶναι», Αθήν.) συνάγω, συμπεραίνω κάτι από την ετυμολογία … Dictionary of Greek
etimólogo — etimólogo, ga (Del gr. ἐτυμολόγος). m. y f. etimologista … Diccionario de la lengua española